Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μπουγαρίνι
2 εγγραφές [1 - 2]
μπουγαρίνι το [buγaríni] Ο44 : το άνθος της μπουγαρινιάς.

[βεν. bugarin ]

μπουγαρινιά η [buγariná] Ο24 : αναρριχητικό καλλωπιστικό φυτό με άσπρα ευωδιαστά άνθη.

[μπουγαρίν(ι) -ιά]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες