Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μπουγάδα
1 εγγραφή
μπουγάδα η [buγáδa] Ο25α : το σύνολο των εργασιών που αφορούν το πλύσιμο των ρούχων ιδίως με τα χέρια: H νοικοκυρά έχει / βάζει ~. || (επέκτ.) για τα πλυμένα ρούχα: ~ απλωμένη στον ήλιο για να στεγνώσει.

[παλ. ιταλ. ή βεν. bugada]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες