Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μπορντό [bordó] Ε (άκλ.) : που έχει σκούρο κόκκινο προς το βυσσινί χρώμα: ~ ύφασμα / παπούτσια. || (ως ουσ.) το μπορντό, το μπορντό χρώμα: Aνοιχτό / σκούρο ~.
[λόγ. < γαλλ. bordeaux]
- μπορντούρα η [bordúra] Ο25α : διακοσμητικό στοιχείο (συνήθ. με μορφή ταινίας) στις άκρες μιας επιφάνειας, ιδίως υφάσματος: Kόκκινη κουβέρτα με μπλε ~. Tραπεζομάντιλο με δαντελένια ~. || (επέκτ.): Mία ~ από δέντρα / από βουνά.
[ιταλ. bordura]