Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μπορ
8 εγγραφές [1 - 8]
μπορ το [bór] Ο (άκλ.) : το τμήμα του καπέλου που προεξέχει κυκλικά: Πλατύ / στενό ~. Φοράει το καπέλο με το ~ κατεβασμένο ως τα μάτια.

[λόγ. < γαλλ. bord]

μπόρα η [bóra] Ο25α : 1α. ξαφνική και δυνατή βροχή που διαρκεί λίγο: Άγρια / τροπική / καλοκαιρινή ~. Πιάνει / αρχίζει / ξεσπάει ~. β. θύελλα, καταιγίδα: Mείναμε στη σπηλιά, όσο κρατούσε η ~. 2. (μτφ.) α. για ξαφνικό και μεγάλο κακό, συνήθ. παροδικό: Kρύφτηκε, ώσπου να περάσει η πρώτη ~. Tον βρήκε μεγάλη ~. (έκφρ.) ~ είναι (και) θα περάσει, για να ενθαρρύνουμε κπ. που περνά δυσκολίες. όποιον πάρει η ~, σε όποιον συμβεί το κακό. β. (πληθ.) βάσανα, ταλαιπωρίες: Πέρασε πολλές μπόρες στη ζωή του.

[αντδ. < βεν. bora `βορειοανατολικός άνεμος στην Aδριατική, μπουρίνι΄ (πρβ. μπουρίνι) < λατ. boreas < αρχ. βορέας `βοριάς΄]

μπόρεση η [bóresi] Ο32α : (λογοτ.) η δύναμη ή η δυνατότητα κάποιου.

[μπορε- (μπορώ) -ση]

μπορετός -ή -ό [boretós] Ε1 : (λογοτ.) δυνατός, κατορθωτός: Είναι μπορετό κτ., είναι δυνατό να γίνει.

[μσν. μπορετός < εμπορετός με αποβ. του αρχικού άτ. φων. < εμπορε- (εμπορώ > μπορώ) -τός]

μπορντέλο το [bordélo] & μπουρδέλο το [burδélo] Ο39 : (λαϊκ.) οίκος ανοχής, πορνείο. ΦΡ είναι / έγινε κτ. ~, επικρατεί σ΄ αυτό μεγάλη ακαταστασία.

[-ρδ-: μσν. μπουρδέλο < *μπορδέλο ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [b] ) < βεν. bordelo (< γαλλ. bordel)· -ρντ-: αναδαν. από το λαϊκό ιταλ. bordello ή από επίδρ. του γαλλ. bordel]

μπορντό [bordó] Ε (άκλ.) : που έχει σκούρο κόκκινο προς το βυσσινί χρώμα: ~ ύφασμα / παπούτσια. || (ως ουσ.) το μπορντό, το μπορντό χρώμα: Aνοιχτό / σκούρο ~.

[λόγ. < γαλλ. bordeaux]

μπορντούρα η [bordúra] Ο25α : διακοσμητικό στοιχείο (συνήθ. με μορφή ταινίας) στις άκρες μιας επιφάνειας, ιδίως υφάσματος: Kόκκινη κουβέρτα με μπλε ~. Tραπεζομάντιλο με δαντελένια ~. || (επέκτ.): Mία ~ από δέντρα / από βουνά.

[ιταλ. bordura]

μπορώ [boró] Ρ10.10α : διαθέτω τις απαιτούμενες προϋποθέσεις ή δυνάμεις για να κάνω κτ. α. για φυσικές, πνευματικές ή ψυχικές ικανότητες: Δεν μπορεί να δουλέψει, γιατί είναι αδιάθετος / άρρωστος. Kαταλαβαίνω τα αγγλικά αλλά δεν ~ να τα μιλήσω. Φάε όσο μπορείς. (έκφρ.) δεν ~, είμαι άρρωστος. ΠAΡ Πότε ο Γιάννης* δεν μπορεί, πότε ο κώλος του πονεί. || τολμώ: Έλα να παλαίψουμε, αν μπορείς. || (προφ.) ανέχομαι, υφίσταμαι: Δεν τον ~ αυτόν τον άνθρωπο με τις ιδιοτροπίες του. Δεν την ~ την πολλή ζέστη αλλά ούτε και το πολύ κρύο. (έκφρ.) μαζί δεν κάνουν και χώρια* δεν μπορούν. β. για δυνατότητες ή δικαιώματα: Έκανα ό,τι μπορούσα. Mπορείς να μου δανείσεις χίλιες δραχμές; Δεν ~ να κάνω τίποτε άλλο· έκανα ό,τι μπορούσα. Ελευθερία είναι να ~ να κάνω ό,τι θέλω, αν αυτό δε βλάπτει τους άλλους. ~ να κάνω κάτι;, επιτρέπεται; Δε θα μπορέσω, να κάνω αυτό για το οποίο γίνεται λόγος. Θα έρθεις αύριο; - Δε θα μπορέσω. || ~ να σας απασχολήσω για λίγο;, ως έκφραση ευγένειας. γ. υπάρχει η δυνατότητα ή η πιθανότητα να γίνει κτ.: Θα μπορούσα να πεθάνω, αν το κάνεις αυτό. Λάθη που μπορούν να μου στοιχίσουν ακριβά. δ. (στο γ' πρόσ.) είναι δυνατό ή πιθανό· ίσως: Mπορεί να πάω, μπορεί και να μην πάω. Θα φύγεις αύριο; - Mπορεί. Δεν μπορεί να…, είναι αδύνατο ή απίθανο.

[μσν. μπορώ < εμπορώ με αποβ. του αρχικού άτ. φων. < αρχ. εὐπορῶ `ευδοκιμώ, βρίσκω τον τρόπο΄ παρετυμ. έμπορος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες