Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μπομπότα
1 εγγραφή
μπομπότα η [bobóta] Ο25α : ψωμί παρασκευασμένο από καλαμποκίσιο αλεύρι.

[αλβ. bobot(;) ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες