Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μπομπάρδα
1 εγγραφή
μπομπάρδα η [bombárδa] Ο25α : 1α. είδος παλαιού κανονιού που εκτόξευε μεγάλα βλήματα, συνήθ. πέτρινα. β. είδος παλαιού πολεμικού ιστιοφόρου. 2. είδος μουσικού οργάνου.

[μσν. μπομπάρδα < ιταλ. bombarda]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες