Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μποέμ
2 εγγραφές [1 - 2]
μποέμ ο [boém] Ο (άκλ.) θηλ. μποέμισσα [boémisa] Ο27α : άνθρωπος που ζει εύθυμη και ανέμελη ζωή αδιαφορώντας για τις κοινωνικές συμβατικότητες.

[λόγ. < γαλλ. bohème· λόγ. μποέμ -ισσα]

μποέμικος -η -ο [boémikos] Ε5 : που χαρακτηρίζει τον μποέμ: Mποέμικη ζωή. μποέμικα ΕΠIΡΡ.

[μποέμ -ικος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες