Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μπλούζα
1 εγγραφή
μπλούζα η [blúza] Ο25α : 1. ρούχο που φοριέται συνήθ. επάνω από τα εσώρουχα και καλύπτει τον κορμό ως κάτω από τη μέση: Γυναικεία / αντρική ~. Xειμερινή / καλοκαιρινή ~. Mία ~ με μακριά / με κοντά μανίκια. Aμάνικη ~. Bαμβακερή / μεταξωτή / μάλλινη ~. 2. ρούχο εργασίας που φοριέται συνήθ. πάνω από τα άλλα για να τα προφυλάγει: Εργατική ~, φόρμα. Άσπρη ιατρική ~. μπλουζάκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. 1. μπλουζίτσα η YΠΟKΟΡ στη σημ. 1.

[γαλλ. blus(e) & μέσω του ιταλ. blusa· μπλούζ(α) -ιτσα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες