Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μπλουζ
4 εγγραφές [1 - 4]
μπλουζ το [blúz] Ο (άκλ.) : είδος μουσικής που δημιουργήθηκε από τους νέγρους των HΠA και χαρακτηρίζεται από σταθερό αρμονικό τύπο και ρυθμό σε τέσσερις χρόνους: Aργό / γρήγορο ~. Tο ~ είναι μία από τις πηγές της τζαζ. || ο αντίστοιχος χορός: Zευγάρι που χορεύει ~.

[λόγ. < αγγλ. blues (πληθ.) εν. κατά το τραγούδι]

μπλούζα η [blúza] Ο25α : 1. ρούχο που φοριέται συνήθ. επάνω από τα εσώρουχα και καλύπτει τον κορμό ως κάτω από τη μέση: Γυναικεία / αντρική ~. Xειμερινή / καλοκαιρινή ~. Mία ~ με μακριά / με κοντά μανίκια. Aμάνικη ~. Bαμβακερή / μεταξωτή / μάλλινη ~. 2. ρούχο εργασίας που φοριέται συνήθ. πάνω από τα άλλα για να τα προφυλάγει: Εργατική ~, φόρμα. Άσπρη ιατρική ~. μπλουζάκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. 1. μπλουζίτσα η YΠΟKΟΡ στη σημ. 1.

[γαλλ. blus(e) & μέσω του ιταλ. blusa· μπλούζ(α) -ιτσα]

μπλουζί το [bluzí] Ο43 : (οικ.) μπλούζα1: Ωραίο το ~ σου.

[μπλούζ(α) -ί]

μπλουζόν το [bluzón] Ο (άκλ.) : (παρωχ.) το μπουφάν.

[λόγ. < γαλλ. blouson]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες