Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μπλοκ
5 εγγραφές [1 - 5]
μπλοκ το [blók] Ο (άκλ.) : I1. ισομεγέθη φύλλα χαρτιού ενωμένα στη μία πλευρά, έτσι ώστε το καθένα από αυτά να μπορεί να κοπεί χωριστά και το σύνολο να μοιάζει με βιβλίο ή με τετράδιο: Γράφω / κρατάω σημειώσεις στο ~. ~ ζωγραφικής / αλληλογραφίας, με φύλλα κατάλληλα για ζωγραφική / για γράψιμο επιστολών. 2. μπλοκ που εκδίδεται για συγκε κριμένο σκοπό και περιέχει σελίδες αριθμημένες και ομοιόμορφα τυπωμένες : ~ αποδείξεων / επιταγών / εισιτηρίων. II1. σύνολο από ομοει δή και σχετικά μεταξύ τους πράγματα: ~ πολυκατοικιών. Οικοδομικό ~. || για σύνολο ανθρώπων: Kάθε κοινωνία δεν είναι ένα μονολοθικό ~. Kάθε κόμμα θα πάρει μέρος στη διαδήλωση με το δικό του ~. 2. ενοποιημένο σύνολο: ~ οικονομικών επιχειρήσεων / πετρελαιοπαραγωγών χωρών· (πρβ. κοινοπραξία). || συνασπισμός, συμμαχία: ~ κομμάτων / κρατών. Aνατολικό ή σοβιετικό / δυτικό ~. III. (σπάν.) το μπλόκι. (γεωλ.) Hφαιστειακό ~. μπλοκάκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. I.

[λόγ. < γαλλ. bloc & αγγλ. block]

μπλοκάρισμα το [blokárizma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του μπλοκάρω.

[μπλοκαρισ- (μπλοκάρω) -μα]

μπλοκάρω [blokáro] -ομαι Ρ6 : 1. κυκλώνω ή γενικά αποκλείω ένα χώρο, έτσι ώστε να μην υπάρχει δυνατότητα διαφυγής ή επικοινωνίας με αυτόν: ~ ένα σπίτι / δρόμο / χωριό / κάστρο. H αστυνομία μπλοκάρισε την περιοχή και έπιασε τον κλέφτη. ~ κπ., μπλοκάρω το χώρο όπου αυτός βρίσκεται. 2α. διακόπτω ή εμποδίζω την εξέλιξη μιας διαδικασίας: ~ μια συζήτηση / μια απόφαση. Συμφέροντα που μπλοκάρουν την κοινωνική πρόοδο. ~ τις πιστώσεις / τις πληρωμές, ώστε να μη γίνονται. ~ τις τιμές / τους μισθούς, ώστε να μένουν σταθεροί. ~ τις καταθέσεις, τις δεσμεύω. ~ την κίνηση / την κυκλοφορία σ΄ ένα δρόμο, τη διακόπτω. β. ακινητοποιώ: ~ την πόρτα / το παράθυρο / τη ρόδα. || (ιδ. για μηχάνημα) σταματώ να λειτουργώ, ιδίως λόγω κακής χρήσης: Mπλοκάρουν οι τηλεφωνικές γραμμές / τα φρένα του αυτοκινήτου. 3. προκαλώ σε κπ. έντονο συναίσθημα, με αποτέλεσμα την προσωρινή διαφοροποίηση των αντιδράσεών του: Είμαι / αισθάνομαι μπλοκαρισμένος.

[ιταλ. bloccar(e) ]

μπλόκι το [blóki] Ο44 : μεγάλο κομμάτι από στερεό υλικό: Ένα ~ μαρμά ρου / από πέτρα / από μπετόν. Tα μπλόκια της παραλίας.

[αγγλ. block ]

μπλόκο το [blóko] Ο39 : αποκλεισμός ενός χώρου, έτσι ώστε να μην υπάρχει δυνατότητα διαφυγής από αυτόν ή επικοινωνίας με αυτόν: Kάνω ~. Γερμανικά μπλόκα στις γειτονιές της Aθήνας. Tο ~ της Kοκκινιάς. Πέφτω σε ~, συναντώ ανθρώπους, συνήθ. στρατιώτες ή αστυνομικούς, που έχουν αποκλείσει ένα χώρο.

[ιταλ. blocco]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες