Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μπλακ άουτ το [blák áut] Ο (άκλ.) : 1. (τεχνολ.) γενική διακοπή του ηλεκτρικού ρεύματος λόγω βλάβης. 2. (μτφ.) για οτιδήποτε σταματήσει ξαφνικά και ιδίως για την προσωρινή διακοπή του λογικού ειρμού ή της σκέψης κάποιου: Ο ομιλητής έπαθε ~ και δεν ολοκλήρωσε την ομιλία του.
[λόγ. < αγγλ. blackout]