Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μπλάστρι
1 εγγραφή
μπλάστρι το [blástri] Ο44 : (λαϊκότρ.) το έμπλαστρο.

[μσν. μπλάστρι < εμπλάστρι με αποβ. του αρχικού άτ. φων. < ελνστ. ἐμπλάστριον υποκορ. του ἔμπλαστρον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες