Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μπετόνι το [betóni] & μπιτόνι το [bitóni] Ο44 : φορητό δοχείο με μικρό κυκλικό στόμιο και μία λαβή, το οποίο χρησιμοποιείται για τοποθέτηση υγρών: Mεταλλικό / πλαστικό ~.
μπετονάκι το & μπιτονάκι το YΠΟKΟΡ: Έβαλε στη σόμπα πετρέλαιο με το ~. [γαλλ. bidon ή μέσω του ιταλ. bidon(e) -ι με ανομ. ηχηρ. [b-d > b-t] · τροπή [i > e] (;)]