Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μπιμπερό
1 εγγραφή
μπιμπερό το [biberó] Ο (άκλ.) : μικρό μπουκάλι εφοδιασμένο με πιπίλα, το οποίο χρησιμοποιείται για τεχνητό θηλασμό: Παιδί που πίνει ακόμα το γάλα του με το ~.

[λόγ. < γαλλ. biberon]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες