Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μπιμπερό το [biberó] Ο (άκλ.) : μικρό μπουκάλι εφοδιασμένο με πιπίλα, το οποίο χρησιμοποιείται για τεχνητό θηλασμό: Παιδί που πίνει ακόμα το γάλα του με το ~.
[λόγ. < γαλλ. biberon]