Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μπιμπελό
1 εγγραφή
μπιμπελό το [bibeló] Ο (άκλ.) : 1. μικρό διακοσμητικό αντικείμενο: Εταζέρα / βιβλιοθήκη / τραπεζάκι στολισμένο με ~. 2. (μτφ.) για οτιδήποτε ωραίο ή κομψό ή για γυναίκα συνήθ. μικροκαμωμένη και όμορφη.

[λόγ. < γαλλ. bibelot]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες