Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μπιελάρ [bielár] Ε (άκλ.) : (οικ., ως κτγ., ιδ. για μηχάνημα) που έπαθε τέτοια βλάβη, ώστε να μην είναι δυνατό να επισκευαστεί. ΦΡ βγάζω κπ. ~, τον εξουδετερώνω.
[αγγλ. αρκτικόλ. b(eyond) l(ocal) r(epair) `πέρα από τοπική επισκευή΄]