Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μπιελάρ
1 εγγραφή
μπιελάρ [bielár] Ε (άκλ.) : (οικ., ως κτγ., ιδ. για μηχάνημα) που έπαθε τέτοια βλάβη, ώστε να μην είναι δυνατό να επισκευαστεί. ΦΡ βγάζω κπ. ~, τον εξουδετερώνω.

[αγγλ. αρκτικόλ. b(eyond) l(ocal) r(epair) `πέρα από τοπική επισκευή΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες