Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μπιγκόνια
1 εγγραφή
μπιγκόνια η [bigóna] & μπιγόνια η [biγóna] & βιγόνια η [viγóna] Ο25 : είδος καλλωπιστικών φυτών: Kόκκινη / ροζ ~, με κόκκινα / με ροζ άνθη.

[λόγ. συμφυρ. των νλατ. bi(gnonia) (ανθρωπων. Bignon, Γάλλος βιβλιοθηκάριος -ia) + (be)gonia (ανθρωπων. Begon, Γάλλος κυβερνήτης του Aγίου Δομινίκου -ia)· -γ-, β-: λόγ. επίδρ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες