Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μπετόν
6 εγγραφές [1 - 6]
μπετόν το [betón] Ο (άκλ.) & (προφ.) μπετό το [betó] Ο38 : μείγμα από τσιμέντο, άμμο, χαλίκια και νερό, που χρησιμοποιείται ως οικοδομικό υλικό· σκυρόδεμα: Δάπεδο από ~. || μπετόν αρμέ: Tοίχος / δοκάρι / κολόνα / ταράτσα από ~. Θεόρατα κτίρια από ~ και γυαλί. || (προφ., πληθ.) κατασκευές από μπετόν: Δουλεύει στα μπετά. Tο κτίριο βρίσκεται στα μπετά, έχει κατασκευαστεί μόνο ο σκελετός του από μπετόν.

[λόγ. < γαλλ. béton· λαϊκή μορφολ. και φωνολ. προσαρμ.]

μπετόν αρμέ το [betón armé] Ο (άκλ.) : στερεοποιημένο μπετόν που στο εσωτερικό του έχουν τοποθετηθεί μεταλλικές ράβδοι, με αποτέλεσμα η κατασκευή να είναι πιο στερεή· οπλισμένο σκυρόδεμα.

[λόγ. < γαλλ. béton armé]

μπετόνι το [betóni] & μπιτόνι το [bitóni] Ο44 : φορητό δοχείο με μικρό κυκλικό στόμιο και μία λαβή, το οποίο χρησιμοποιείται για τοποθέτηση υγρών: Mεταλλικό / πλαστικό ~. μπετονάκι το & μπιτονάκι το YΠΟKΟΡ: Έβαλε στη σόμπα πετρέλαιο με το ~.

[γαλλ. bidon ή μέσω του ιταλ. bidon(e) με ανομ. ηχηρ. [b-d > b-t] · τροπή [i > e] (;)]

μπετονιέρα η [betonéra] Ο25α : μηχάνημα με το οποίο γίνεται η ανάμειξη των υλικών για την παρασκευή του μπετόν.

[γαλλ. bétonnièr(e) ]

μπετονόκαρφο το [betonókarfo] Ο41 : καρφί κατάλληλο για να μπήγεται σε μπετόν.

[μπετόν -ο- + καρφ(ί) -ο]

πετονιά η [petoná] & μπετονιά η [betoná] Ο24 : μακρύ και στερεό νήμα, στην άκρη του οποίου είναι προσαρμοσμένο ένα αγκίστρι και το οποίο χρησιμοποιείται για το ψάρεμα: H ~ του μπλέχτηκε σε κάτι βράχια.

[ίσως πετόν(ι) -ιά < πετ(ώ) -όνι· ηχηροπ. του αρχικού [p > b] από συμπροφ. με το άρθρο στην αιτ. [tin-p > timb > tim-b] )]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες