Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μπεσαμέλ η [besamél] Ο (άκλ.) : άσπρη σάλτσα που γίνεται με γάλα, αλεύρι και αυγά: ~ για το παστίτσιο / για το μουσακά.
[λόγ. < γαλλ. béchamel < ανθρωπων. Béchamel (όν. Γάλλου καλοφαγά)]