Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μπεμπεδίστικος
1 εγγραφή
μπεμπεδίστικος -η -ο [bebeδístikos] Ε5 : (οικ.) που έχει σχέση με μωρά, που ταιριάζει ή που θα ταίριαζε σε μωρό: Mπεμπεδίστικα ρουχαλάκια. Έχει μια μπεμπεδίστικη φάτσα. μπεμπεδίστικα ΕΠIΡΡ: Aκόμη φέρεται ~.

[μπεμπεδ- (μπεμπές) -ίστικος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες