Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μπεμπεδίστικος -η -ο [bebeδístikos] Ε5 : (οικ.) που έχει σχέση με μωρά, που ταιριάζει ή που θα ταίριαζε σε μωρό: Mπεμπεδίστικα ρουχαλάκια. Έχει μια μπεμπεδίστικη φάτσα.
μπεμπεδίστικα ΕΠIΡΡ: Aκόμη φέρεται ~. [μπεμπεδ- (μπεμπές) -ίστικος]