Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μπεμπέκα
1 εγγραφή
μπεμπέκα η [bebéka] Ο25α : (οικ.) για μωρό θηλυκού γένους ή για μικρό κορίτσι, κυρίως πριν του δώσουν όνομα: Παριστάνει την μπεμπέκα, για σχετικά μεγάλη κοπέλα που φέρεται σαν μικρό κορίτσι. || (επέκτ.) για ανώριμη γυναίκα.

[τουρκ. bebek ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες