Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μπεκροκανάτας
1 εγγραφή
μπεκροκανάτα η [bekrokanáta] Ο25α & μπεκροκανάτας ο [bekrokaná tas] Ο3 (χωρίς γεν. πληθ.) : (χλευ.) ο μπεκρής.

[μπεκρ(ής) -ο- + κανάτα· μπεκροκανάτ(α) -ας]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες