Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μπεκροκανάτα η [bekrokanáta] Ο25α & μπεκροκανάτας ο [bekrokaná tas] Ο3 (χωρίς γεν. πληθ.) : (χλευ.) ο μπεκρής.
[μπεκρ(ής) -ο- + κανάτα· μπεκροκανάτ(α) -ας]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[μπεκρ(ής) -ο- + κανάτα· μπεκροκανάτ(α) -ας]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |