Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μπεζές ο [bezés] Ο13 : είδος γλυκίσματος που γίνεται από μαρέγκα και ζάχαρη, διαμορφώνεται σε κομμάτια και ψήνεται στο φούρνο.
[ίσως γαλλ. baiser `φίλημα΄ -ς]
- μπεζεστένι το [bezesténi] Ο44 : γενική ονομασία για στεγασμένη αγορά σε τουρκικές ή αραβικές πόλεις.
[μσν. μπεζεστένι(ν) < τουρκ. bezesten `αγορά υφασμάτων΄ (από τα περσ.) -ι]