Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μπεζ
6 εγγραφές [1 - 6]
μπεζ [béz] Ε (άκλ.) : που έχει πολύ ανοιχτό καφέ χρώμα: ~ ρούχο. || (ως ουσ.) το μπεζ, το μπεζ χρώμα.

[λόγ. < γαλλ. beige]

μπεζαχτάς ο [bezaxtás] Ο1 : (λαϊκότρ.) το ταμείο. || (επέκτ.) για χρηματικό ποσό ιδίως μεγάλο.

[τουρκ. bezahta ]

μπεζερίζω [bezerízo] Ρ2.1α μππ. μπεζερισμένος : (λαϊκότρ.) βαριέμαι κτ. ύστερα από μακροχρόνια χρήση ή εκτέλεση.

[τουρκ. bezer `κουράζομαι΄ -ίζω]

μπεζές ο [bezés] Ο13 : είδος γλυκίσματος που γίνεται από μαρέγκα και ζάχαρη, διαμορφώνεται σε κομμάτια και ψήνεται στο φούρνο.

[ίσως γαλλ. baiser `φίλημα΄ ]

μπεζεστένι το [bezesténi] Ο44 : γενική ονομασία για στεγασμένη αγορά σε τουρκικές ή αραβικές πόλεις.

[μσν. μπεζεστένι(ν) < τουρκ. bezesten `αγορά υφασμάτων΄ (από τα περσ.) ]

πεζεβέγκης ο [pezevéngis] Ο11 θηλ. πεζεβέγκισσα [pezevéngisa] Ο27 & μπεζεβέγκης ο [bezevéngis] Ο11 θηλ. μπεζεβέγκισσα [bezevéngisa] Ο27 : άνθρωπος πονηρός και αχρείος· παλιάνθρωπος, μασκαράς. || (παρωχ.) ρουφιάνος, μαστρωπός.

[τουρκ. pezevenk -ης· ηχηροπ. του αρχικού [p > b] από συμπροφ. με το άρθρο στην αιτ. [ton-p > tomb > tom-b] · πεζεβέγκ(ης), μπεζεβέγκ(ης) -ισσα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες