Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μπε
77 εγγραφές [1 - 10]
μπε [bé] (άκλ.) : ηχομιμητική λέξη που αποδίδει τη φωνή του προβάτου, συνήθ. με το [e] παρατεταμένο.

[ηχομιμ.]

μπεγλέρι το [beγléri] Ο44 : (λαϊκ.) το κομπολόι. || (παρωχ.) το ζάρι.

[ίσως παλ. τουρκ. beğler πληθ. του ουσ. beğ (παλ. τ. του bey = μπέης)]

μπεγλερίζω [beγlerízo] Ρ2.1α : (λαϊκ.) κουνάω τα ζάρια μέσα στη χούφτα μου πριν τα ρίξω.

[μπεγλέρ(ι) -ίζω]

μπεζ [béz] Ε (άκλ.) : που έχει πολύ ανοιχτό καφέ χρώμα: ~ ρούχο. || (ως ουσ.) το μπεζ, το μπεζ χρώμα.

[λόγ. < γαλλ. beige]

μπεζαχτάς ο [bezaxtás] Ο1 : (λαϊκότρ.) το ταμείο. || (επέκτ.) για χρηματικό ποσό ιδίως μεγάλο.

[τουρκ. bezahta ]

μπεζερίζω [bezerízo] Ρ2.1α μππ. μπεζερισμένος : (λαϊκότρ.) βαριέμαι κτ. ύστερα από μακροχρόνια χρήση ή εκτέλεση.

[τουρκ. bezer `κουράζομαι΄ -ίζω]

μπεζές ο [bezés] Ο13 : είδος γλυκίσματος που γίνεται από μαρέγκα και ζάχαρη, διαμορφώνεται σε κομμάτια και ψήνεται στο φούρνο.

[ίσως γαλλ. baiser `φίλημα΄ ]

μπεζεστένι το [bezesténi] Ο44 : γενική ονομασία για στεγασμένη αγορά σε τουρκικές ή αραβικές πόλεις.

[μσν. μπεζεστένι(ν) < τουρκ. bezesten `αγορά υφασμάτων΄ (από τα περσ.) ]

μπέης ο [béis] Ο11 θηλ. μπέισσα [béisa] Ο27 στις σημ. 2, 3 : 1. τίτλος ορισμένων υποτελών ηγεμόνων ή ανώτερων υπαλλήλων της οθωμανικής αυτοκρατορίας: Ο ~ της Mάνης / της Tύνιδας. 2. (μτφ.) για άνθρωπο με αυταρχική συμπεριφορά που του αρέσει η καλοπέραση: Zει / περνάει σαν ~. 3. (θηλ.) η γυναίκα του μπέη.

[μσν. μπέης < τουρκ. bey `άρχοντας΄ -ς· μπέ(ης) -ισσα]

μπέιζ μπολ το [béiz ból] Ο (άκλ.) : παιχνίδι το οποίο παίζεται από δύο ομάδες με μία μπάλα που τη χτυπούν με ξύλινα ραβδιά, προσπαθώντας να την οδηγήσουν σε ορισμένα σημεία του γηπέδου: Tο ~, θεωρείται το εθνικό παιχνίδι των HΠA.

[λόγ. < αγγλ. baseball]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5 ...8   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες