Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μπατόν το [batón] Ο (άκλ.) : 1. ονομασία ραβδιών για ειδική χρήση: Tα ~ του σκι. 2. ονομασία αντικειμένων που μοιάζουν με ραβδί.
[λόγ. < γαλλ. baton]
- μπατονέτα η [batonéta] Ο25α : αντικείμενο που μοιάζει στο σχήμα και στο μέγεθος με οδοντογλυφίδα, έχει καλυμμένες τις δύο άκρες του με βαμβάκι και χρησιμοποιείται για το καθάρισμα των αυτιών.
[γαλλ. bâtonn(et) (αρσ.) -έτα αναλ. προς θηλ. σε -έτα, π.χ. φουρκέτα, σερβιέτα]