Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μπατιρίζω
1 εγγραφή
μπατιρίζω [batirízo] Ρ2.1α μππ. μπατιριμένος : (οικ.) γίνομαι μπατίρης, χάνω τα χρήματά μου, καταστρέφομαι οικονομικά.

[μπατίρ(ω) μεταπλ. -ίζω με βάση το συνοπτ. θ. μπατιρισ- < τουρκ. batιr `βυθίζω΄ ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες