Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μπατίκ
3 εγγραφές [1 - 3]
μπατίκ το [batík] Ο (άκλ.) : 1. τεχνική για αποτύπωση σχεδίων πάνω σε ύφασμα με τη χρήση κεριού. 2. ύφασμα διακοσμημένο με την παραπάνω τεχνική.

[λόγ. < γαλλ. batik (από γλ. της Μαλαισίας)]

μπατίκια τα [batíka] Ο44 : (λαϊκότρ.) εμβατίκια.

[πληθ. του μσν. μπατίκι < εμβατίκιον (προφ. [mb] ) < *εμβατικ(όν) -ιον < ελνστ. ἔμβα(σις) (προφ. [mb] ) `είσοδος κάπου, κατοχή΄ -τικόν, ουδ. του -τικός]

μπατικός -ή -ό [batikós] Ε1 : (αρχιτ., για τοιχοποιία) που γίνεται έτσι ώστε τα τούβλα ή οι πέτρες να καλύπτουν με το μήκος τους ολόκληρο το πλάτος της. ANT δρομικός: ~ τοίχος. Mπατικό χτίσιμο. Mπατική πλινθοδομή.

[ελνστ. ἐμβατικός `τετράγωνος΄ (προφ. [mb] ) με αποβ. του αρχικού άτ. φων.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες