Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μπατάλης
1 εγγραφή
μπατάλης ο [batálθs] Ο11 θηλ. μπατάλα [batála] Ο25α : (προφ.) για άνθρωπο μεγαλόσωμο και άχαρο ή δυσκίνητο. || (ως επίθ.).

[τουρκ. battal -ης· μπατάλ(ης) -α]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες