Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μπασκλάς [basklás] Ε (άκλ.) : (οικ., μειωτ.) ως χαρακτηρισμός για πρόσωπο ή ομάδα προσώπων που θεωρούνται κατώτερα από άποψη κοινωνικής τάξης, νοοτροπίας, συμπεριφοράς κτλ. καθώς και για οτιδήποτε έχει σχέση με αυτά.
[λόγ. < γαλλ. basses classes `κατώτερες τάξεις΄]
- μπασκλασαρία η [basklasaría] Ο25 : (οικ., μειωτ.) για πρόσωπο ή ομάδα προσώπων που θεωρούνται κατώτερα από άποψη κοινωνικής τάξης, νοοτροπίας, συμπεριφοράς κτλ. καθώς και για οτιδήποτε έχει σχέση με αυτά.
[μπασκλάς -αρία]