Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μπαρούτι
2 εγγραφές [1 - 2]
μπαρούτι το [barúti] Ο44 & (σπάν.) μπαρούτη η [barúti] Ο30 (χωρίς πληθ.) : εκρηκτική ύλη, συνήθ. υπό μορφή σκόνης, που γίνεται από νίτρο, άνθρακα και θειάφι· πυρίτιδα. ΦΡ έφαγε το ~ με τη χούφτα, πήρε μέρος σε πολλές μάχες. μυρίζει / βρομάει ~, διαγράφεται κίνδυνος, προμηνύεται φασαρία, καβγάς: Πάμε να φύγουμε, εδώ βρομάει ~. γίνομαι ~, θυμώνω πολύ. κάνω κπ. ~, τον κάνω να θυμώσει πολύ. είναι κτ. ~, είναι πολύ καυτερό, κυρίως από μπαχαρικά.

[μσν. *μπαρούτιν (πρβ. μσν. παρούτιν) αντδ. < τουρκ. barut < ελνστ. πυρῖτις (λίθος) `τσακμακόπετρα΄· μεταπλ. σε θηλ. με βάση την όμοια προφ. της κατάλ.]

μπαρουτιάζω [barutxázo] Ρ2.1α μππ. μπαρουτιασμένος : (προφ.) θυμώ νω ξαφνικά και έντονα ή κάνω κπ. να θυμώσει πολύ.

[μπαρούτ(ι) -ιάζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες