Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μπαρμπαρέσα
1 εγγραφή
μπαρμπαρέσα η [barbarésa] Ο25α : (ναυτ.) σκοινί ή αλυσίδα των οποίων η μία άκρη είναι στερεωμένη στο κατάστρωμα.

[ίσως < Μπαρμπαρέσ(ος) -α όν. πειρατών από την Μπαρμπαριά (< ιταλ. Barbaresco), επειδή έδεναν τους σκλάβους στο καράβι(;)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες