Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μπαξεβάνης
1 εγγραφή
μπαξεβάνης ο [baksevánis] Ο11 : (λαϊκότρ.) κηπουρός, περιβολάρης.

[τουρκ. bahçιvan, bağçevan -ης με αποβ. του [t] για απλοπ. του συμφ. συμπλ. και ανομ. τρόπου άρθρ. [xs > ks] ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες