Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μπανάλ
1 εγγραφή
μπανάλ [banál] Ε (άκλ.) : που είναι τελείως κοινός, συνηθισμένος, κατώτερης ποιότητας ή ξεπερασμένος: ~ επίπλωση / ντύσιμο / συμπεριφορά.

[λόγ. < γαλλ. banal]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες