Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μπαλώνω
1 εγγραφή
μπαλώνω [balóno] -ομαι Ρ1 : 1. επιδιορθώνω το φθαρμένο τμήμα ενός πράγματος, ιδίως ρούχου ή παπουτσιού, ράβοντας ή κολλώντας στη θέση του ένα άλλο κομμάτι, από ίδιο ή παρόμοιο υλικό: ~ το τρύπιο παντελόνι. Σακάκι μπαλωμένο στους αγκώνες. ΠAΡ Παπούτσι* από τον τόπο σου κι ας είν΄ και μπαλωμένο. || (επέκτ.) επιδιορθώνω κτ. ράβοντάς το: ~ τις κάλτσες. 2. (μτφ.) α. τακτοποιώ ή δικαιολογώ πρόχειρα κτ. όχι σωστό: ~ μια κατάσταση. ΦΡ τα ~: Είναι έξυπνος και θα τα μπαλώσει. β. (οικ., παθ.) αποκτώ κτ. καλύπτοντας έτσι μια έλλειψη: Mπαλώθηκες πάλι με το μπουφάν που σου χάρισαν.

[μσν. μπαλώνω < *εμπαλώνω με αποβ. του αρχικού άτ. φων. < αρχ. ἐμβάλλ(ω) `ρίχνω μέσα, βάζω στη θέση του, μπολιάζω΄ (προφ. [mb] ) -ώνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες