Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μπαγκατέλα
1 εγγραφή
μπαγκατέλα η [bagatéla] & μπαχατέλα η [baxatéla] Ο25α : (λαϊκ.) χαρακτηρισμός για κάθε: α. παλιό ή άχρηστο αντικείμενο. β. (μειωτ.) για γυναίκα μεγάλης ηλικίας, άχαρη ή δυσκίνητη.

[ιταλ. bagattella· [g > x] ;]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες