Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μπαγκάζια
1 εγγραφή
μπαγάζια τα [baγázja] & μπαγκάζια τα [bagázja] Ο44 : οι αποσκευές: Ετοιμάζω / κουβαλάω / φορτώνω τα ~ μου. || (επέκτ.) για διάφορα αντικείμενα που ανήκουν σε κπ. και ιδίως για τα προσωπικά του είδη: Πάρε τα ~ σου και φύγε.

[τουρκ. (διαλεκτ.) bağaj -ια (πληθ.) < γαλλ. bagage· -γκ-: αναδαν. από τα γαλλ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες