Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μπαγιονέτα
1 εγγραφή
μπαγιονέτα η [bajonéta] Ο25 : (παρωχ.) η ξιφολόγχη.

[ιταλ. baionetta < γαλλ. baïonette (< τοπων. Bayonne όπου πρωτοκατασκευάστηκε)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες