Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μπαίγνιο το [béγnio] Ο41 : (οικ.) για άνθρωπο που τον κοροϊδεύουν για τη συμπεριφορά του· (πρβ. περίγελος): Είναι / έγινε / κατάντησε ~ του κόσμου.
[μσν. μπαίγνιον < *εμπαίγνιον < αρχ. ρ. ἐμπαίζω κατά το συγγ. σχ.: παίζω - παίγνιον]