Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μπέικον το [béikon] Ο (άκλ.) : χοιρινό κρέας από την πλάτη ή από τα πλευρά του ζώου, το οποίο διατηρείται καπνιστό ή αλατισμένο: Aυγά τηγανητά με ~.
[λόγ. < αγγλ. bacon]



