Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μπάτσος
2 εγγραφές [1 - 2]
μπάτσος 1 ο [bátsos] Ο18 & μπάτσα η [bátsa] Ο25α & μπάτσο το [bátso] Ο39 : α. χτύπημα στο μάγουλο με την παλάμη· χαστούκι, σκαμπίλι: Tου έδωσε ένα γερό μπάτσο. ΦΡ είναι / τον έχουν του κλότσου* και του μπάτσου / από κλότσου κι από μπάτσου. β. (μτφ.) ηθικό χτύπημα. μπατσά κι το YΠΟKΟΡ.

[-α: ιταλ. bazza `πιγούνι που προεξέχει΄· -ο: < θηλ. μπάτσα που θεωρήθηκε ουδ. πληθ.· -ος: < μπάτσο μεταπλ. με βάση την αιτ.]

μπάτσος 2 ο : (υβρ.) αστυνομικός· μπασκίνας.

[< μπάτσος 1 από χαρακτηριστική πράξη των χωροφυλάκων ή τουρκ. baç `φόρος, εκβιασμός΄ -ος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες