Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μπάντζο
1 εγγραφή
μπάντζο το [bándzo] Ο39 : είδος κιθάρας ή μαντολίνου με κυκλικό ηχείο, το οποίο καλύπτεται από τεντωμένο δέρμα.

[αγγλ. banjo (από γλ. της Aφρικής)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες