Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μπάνκα η [báŋka] Ο25α : 1. κάσα. α. η παρακαταθήκη των χρημάτων που παίζονται σε τυχερό παιχνίδι. β. παίχτης ή ειδικός υπάλληλος λέσχης, καζίνου κτλ. που κρατάει την μπάνκα και παίζει εναντίον των άλλων παιχτών. 2. (παρωχ.) α. τράπεζα. β. πάγκος και ιδίως παγκάρι εκκλησίας.
[2: ιταλ. banca `σκαμνί, τράπεζα΄· 1: ιταλ. banco παρετυμ. μπάνκα]