Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μπάνικος -η -ο [bánikos] Ε5 : (λαϊκ.) 1. (για πρόσ.) α. που είναι όμορφος και ιδίως θελκτικός. β. (σπάν.) που είναι άτριχος. 2. (για πργ.) που είναι ωραίος ή κατάλληλος για κτ., που εντυπωσιάζει αν και είναι χωρίς ιδιαίτερες αξιώσεις.
[μπαν(ίζω) -ικος]