Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μπάλωμα
3 εγγραφές [1 - 3]
μπάλωμα το [báloma] Ο49 : 1α. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του μπαλώνω: Aσχολείται με το ~ των ρούχων. β. το κομμάτι που ράβουν ή κολλούν πάνω στο φθαρμένο τμήμα ενός πράγματος, ιδίως ρούχου ή παπουτσιού, για να το μπαλώσουν: Ράβω / ξηλώνω ένα ~. Παντελόνι με μπαλώματα στα γόνατα. || Δρόμος γεμάτος μπαλώματα. γ. μικρό τμήμα μιας επιφάνειας διαφορετικό, ιδίως στο χρώμα, από το υπόλοιπο σύνολο: Άσπρος τοίχος με μπαλώματα. Ένας άσπρος σκύλος με μαύρα μπαλώματα στην κοιλιά. 2. (μτφ.) πρόχειρη ενέργεια ή τακτοποίηση: H κατάσταση χρειάζεται ριζικές μεταρρυθμίσεις, όχι μπαλώματα. μπαλωματάκι το YΠΟKΟΡ.

[μσν. μπάλωμα < εμπάλωμαν με αποβ. του αρχικού άτ. φων. < εμπαλώ(νω δες στο μπαλώνω) -μα]

μπαλωματής ο [balomatís] Ο8 : (παρωχ.) ο τσαγκάρης.

[μσν. *εμπαλωματής (πρβ. μσν. εμπαλωματού) με αποβ. του αρχικού άτ. φων. < εμπαλωματ- (εμπάλωμαν δες στο μπάλωμα) -ής]

μπαλωματού η [balomatú] Ο37 : γυναίκα που επιδιόρθωνε, μπάλωνε ρούχα.

[μσν. εμπαλωματού με αποβ. του αρχικού άτ. φων. < *εμπαλωμα τ(ής) -ού]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες