Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μπάζα
2 εγγραφές [1 - 2]
μπάζα η [báza] Ο25α : 1. (οικ.) οικονομικά κέρδη συνήθ. μεγάλα: Mεγάλη ~. Έκανε την ~ του, απόχτησε μεγάλη περιουσία. ΦΡ γερή ~, μεγάλο οικονομικό όφελος. 2. (σπάν.) χαρτωσιά. ΦΡ δεν πιάνω ~ (μπροστά σε κπ.), δεν μπορώ να συγκριθώ με κπ., είμαι πολύ κατώτερος από αυτόν.

[βεν. baza `κάρτες (στα χαρτιά) κερδισμένες από τον αντίπαλο, πετυχημένο κόλπο΄ (από τα αραβ.)]

μπάζα τα [báza] Ο39 : γενική ονομασία για άχρηστα υλικά (χώμα, πέτρες, τούβλα, ξύλα) που προέρχονται ιδίως από κατεδάφιση οικοδομής: Aπαγορεύεται η ρίψη μπάζων. ΦΡ για τα ~, για άνθρωπο άχρηστο, χαζό, άσχημο κτλ.

[αντδ. < παλ. ιταλ. basa (σημερ. base) `βάση, θεμέλια΄ θηλ. που θεωρήθηκε ουδ. πληθ. < λατ. basis < αρχ. βάσις]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες