Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μούχλα
1 εγγραφή
μούχλα η [múxla] Ο25α : 1. μύκητες που αναπτύσσονται: α. σε οργανικές ουσίες, ιδίως τροφές, που αρχίζουν να αποσυντίθενται: Tο ψωμί έχει / έπιασεμην το τρως. β. σε κάθε υλικό λόγω υγρασίας: Yπόγειο που μυρίζει ~. 2. (προφ.) για πολύ υγρό καιρό: ~ είναι αυτή που έπιασε σήμερα! 3. (μτφ.) έλλειψη προόδου, εξέλιξης ή δράσης: Mεταρρύθμιση που καθάρισε τη ~ αιώνων. Mυρίζει κτ. ~, είναι παλιό. 4. (μτφ.) για πρόσωπο που βαριέται ή αδρανεί: Σκέτη ~ είναι ο φίλος σου. Έλα ~ να πάμε καμιά βόλτα.

[μσν. *μούχλα (πρβ. μσν. αμούχλη `σύννεφο΄) < *μόχλα (πρβ. μσν. μοχλιάζω = μουχλιάζω) ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [m] ) < ελνστ. ὀμίχλα με αποβ. του αρχικού άτ. φων. < αρχ. ὀμίχλη `σκοτεινό σύννεφο, αχνός του μαγειρέματος΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες