Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μούτσος
1 εγγραφή
μούτσος ο [mútsos] Ο18 : αγόρι ή έφηβος που δουλεύει σε πλοίο με σκοπό να εκπαιδευτεί στο ναυτικό επάγγελμα.

[ιταλ. mozzo (ισπαν. mozo `αγό ρι΄) ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [m] ή από κλειστή προφ. του [o] στις νότ. ιταλ. διαλέκτους)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες