Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μούσμουλο
1 εγγραφή
μούσμουλο το [múzmulo] Ο41 : 1. καρπός δέντρου με μικρό μέγεθος, σφαιρικό σχήμα, κίτρινο χρώμα, λίγη σάρκα και περισσότερα από ένα κουκούτσια. 2. (μειωτ.) για μικρόσωμο, αδύνατο ή ανίκανο άνθρωπο.

[μσν. μούσπουλο (προχωρ. αφομ. [m-p > m-m] ) < αρχ. μέσπιλον ( [e > u] από επίδρ. του χειλ. [m] και [i > u] από επίδρ. του [l] ή από προχωρ. αφομ. [u-i > u-u] ;)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες