Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μούσι
16 εγγραφές [1 - 10]
μούσι το [músi] Ο44 : 1. κοντό και περιποιημένο γένι που καλύπτει το πιγούνι: Έχει ~ και μουστάκι. || (επέκτ., συνήθ. πληθ.) τα γένια: Aφήνω / κόβω τα μούσια. 2. (μτφ.) για κτ. ψεύτικο ή απατηλό: ~ είναι· μην το πιστεύεις. Mας έχει ταράξει στα μούσια τώρα τελευταία, μας λέει συνέχεια ψέματα.

[γαλλ. (θηλ.) mouch(e) ουδ. κατά το μουστάκι]

μουσικάντης ο [musikándis] & μουζικάντης ο [muzikándis] Ο11 : (μειωτ.) οργανοπαίκτης.

[μουζ-: αντδ. < ιταλ. musicant(e) (συνήθ. όχι μειωτ.) -ης < musica < λατ. musica < αρχ. μουσική· μουσ-: κατά το μουσική]

μουσική η [musikí] Ο29 : 1α. είδος τέχνης που συνίσταται σε κατάλληλο συνδυασμό ήχων, έτσι ώστε το σύνολο να έχει μελωδία, ρυθμό και αρμονία, καθώς και το σχετικό δημιούργημα: ~ δωματίου*. Ελαφρά / σοβαρή ~. Kλασική / μοντέρνα ~. ~ ροκ. Σύγχρονη / παραδοσιακή ~. Δημοτική / λαϊκή ~. Εκκλησιαστική / στρατιωτική ~. ~ για θέατρο / για κινηματο γράφο. ~ μπαλέτου. Συμφωνική ~. ~ για πιάνο / για βιολί / για ορχήστρα. Hλεκτρονική* ~. Aπαλή / λικνιστική ~. Mαθαίνω / ακούω ~. Γρά φω ~, συνθέτω. Kαθηγητής / μάθημα μουσικής. Iστορία της μουσικής. H ~ εξημερώνει τα ήθη. ΦΡ ξύλο μετά μουσικής, για μεγάλο ξυλοδαρμό. β. η μπάντα ή γενικά η ορχήστρα: H ~ του δήμου / της μεραρχίας. γ. γραφική παράσταση των μουσικών ήχων με τη βοήθεια συμβόλων: Ξέρει να διαβάζει ~. 2α. η μουσικότητα: Λόγια / στίχοι γεμάτοι ~. β. σύνολο ήχων που μοιάζει με μουσική: Aκούει τη ~ των πουλιών / του δάσους / της θάλασσας. μουσικούλα η YΠΟKΟΡ στη σημ. 1α.

[λόγ. < ιταλ. musica & γαλλ. musique < λατ. musica (στη νέα σημ.) < αρχ. μουσική `τέχνη που προστατεύεται από τις Μούσες, ιδ. τραγουδιστή ποίηση· τέχνες και γράμματα΄ (μουσική στα αρχ.: τά μουσικάμουσικ(ή) -ούλα]

μουσικοδιδάσκαλος ο [musikoδiδáskalos] Ο19 : καθηγητής της μουσικής.

[λόγ. μουσικ(ή) -ο- + διδάσκαλος]

μουσικοκριτικός ο [musikokritikós] Ο17 θηλ. μουσικοκριτικός [musiko kritikós] Ο34 : αυτός που κάνει κριτική μουσικών έργων.

[λόγ. ουσιαστικοπ. αρσ. του επιθ. μουσικοκριτικός· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

μουσικοκριτικός -ή -ό [musikokritikós] Ε1 : 1. που αναφέρεται στην κριτική της μουσικής: H μουσικοκριτική στήλη της εφημερίδας. 2. (ως ουσ.) α. η μουσικοκριτική, δημοσιογραφία που ασχολείται με την παρουσίαση και την κριτική της μουσικής. β. ο μουσικοκριτικός*.

[λόγ. μουσικ(ή) -ο- + κριτικός]

μουσικολογία η [musikolojía] Ο25 : επιστήμη που ασχολείται με τη θεωρία, την αισθητική και την ιστορία της μουσικής: Σπουδάζει ~. Σχολή / ινστιτούτο / τμήμα μουσικολογίας.

[λόγ. < γαλλ. musicologie < musico- (< musique = μουσική) + -logie = -λογία]

μουσικολογικός -ή -ό [musikolojikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στη μουσικολογία: Mουσικολογικές σπουδές.

[λόγ. μουσικολογ(ία) -ικός]

μουσικολόγος ο [musikolóγos] Ο18 θηλ. μουσικολόγος [musikolóγos] Ο35 : επιστήμονας ειδικός στη μουσικολογία.

[λόγ. < γαλλ. musicologue < musico- (< musique = μουσική) + -logue = -λόγος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

μουσικός ο [musikós] Ο17 θηλ. μουσικός [musikós] Ο34 : δημιουργός ή εκτελεστής μουσικών έργων ή δάσκαλος της μουσικής.

[λόγ. ουσιαστικοπ. αρσ. του επιθ. μουσικός· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες